- εὐθεράπευτος
- εὐθεράπευτοςeasy to curemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθεράπευτος — η, ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, ον) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος αρχ. 1. αυτός που βοηθιέται εύκολα 2. αυτός που διορθώνεται εύκολα 3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω] … Dictionary of Greek
εὐθεράπευτον — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem acc sg εὐθεράπευτος easy to cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεραπευτότερα — εὐθεράπευτος easy to cure neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεραπευτότεραι — εὐθεράπευτος easy to cure fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεραπεύτοις — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεραπεύτων — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεράπευτα — εὐθεράπευτος easy to cure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεράπευτοι — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεραπευτοτέρα — εὐθεραπευτοτέρᾱ , εὐθεράπευτος easy to cure fem nom/voc/acc comp dual εὐθεραπευτοτέρᾱ , εὐθεράπευτος easy to cure fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθεραπευσία — εὐθεραπευσία, ἡ (Α) [ευθεράπευτος] η εύκολη θεραπεία … Dictionary of Greek